μέρος

μέρος
μέρος, εος, τό, ([etym.] μείρομαι) first in h.Cer.399 (v. infr. IV), h.Merc.53 (v. infr. II.2):—
A share, portion, Pi.O.8.77, Hdt.1.145, Berl.Sitzb. 1927.167 ([place name] Cyrene), etc.;

μέρος ἔχοντα Μουσᾶν B.3.71

;

ἔχει δόμων μ. E.Ph.483

;

κτεάνων μ. A.Ag.1574

(anap.);

συμβαλέσθαι τὸ μ. D.41.11

; τὰ μ. τινῶν κομίζεσθαι ibid.;

λαβεῖν τῆς μεθόδου τὸ μ. Arist. Pol.1295a3

; of work put out to contract, allotment, IG22.463.7, 26.
2 heritage, lot, destiny,

μεθέξειν τάφου μ. A.Ag.507

;

ἔχετον κοινοῦ θανάτου μ. S.Ant.147

(anap.); τοῦτο γὰρ . . σπάνιον μ. is a rare portion, E.Alc.474 (lyr.); ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι from considerations of rank or family, Th.2.37.
II one's turn,

ἐπείτε αὐτῆς μ. ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος Hdt.3.69

;

μ. ἑκατέρῳ νέμειν Id.2.173

; ὅταν ἥκῃ μ. ἔργων the turn or time for . . , A.Ch.827 (lyr.), cf. Pl.R.540b; ἀγγέλου μ. his turn of duty as messenger, A.Ag.291.
2 with Preps., ἀνὰ μέρος in turn, successively, E.Ph.478, Arist.Pol.1287a17;

κατὰ μέρος h.Merc.53

, Th.4.26, etc.; κατὰ μ. λέγειν severally, Pl.Tht.157b; κατὰ μέρη ἄκουε ib.182b; τὰ κατὰ μέρος the particulars, Phld.Sign. 23, D.1.22; τὸ κατὰ μ. ἄστρον ib.3.9; ἐν μέρεϊ in turn, Hdt.1.26, al.; κλῦθί νυν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ., A.Ch.332 (lyr.), Eu.198; by turns, in succession, Id.Ag.332, 1192, Th.8.93;

ἐν μ. καὶ ἐφεξῆς Pl. Lg.819b

; ἐν τῷ μέρει in one's turn, Hdt.5.70, E.Or.452, Ar.Ra.32, 497, Pl.Grg.462a; ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ. in and out of turn, X.An. 7.6.36; παρὰ μέρος in turn, by turns,

ἄρχειν Plu.Fab.10

, cf. Ant. Lib.30.1, Nicom.Ar.1.8.10, Iamb.in Nic.p.33 P.; [

ἡ ψυχὴ] παρὰ μ. ἐν τῇ γενέσει γίνεται καὶ ἐν τοῖς θεοῖς ἐστιν Procl.Inst.206

(but also, partially, Alciphr.3.66).
III the part one takes in a thing,

μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μ. E.IT1299

; ὑμέτερον μ. [ἐστί] c. inf., Pl.La.180a.
2 freq. in periphrases, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ., my or thy part, i.e. simply I or me, thou or thee,

ὅσον τὸ σὸν μ. S.OT1509

, cf. Ant.1062, Pl.Cri.45d: abs. as Adv., τοὐμὸν μ. as to me,

οὐ καμῇ τοὐμὸν μ. S.Tr.1215

, cf. E.Heracl.678; τὸ σὸν μέρος as to thee, S.OC1366;

τοὐκείνου μ. E.Hec.989

: rarely,

κατὰ τὸ σὸν μ. Pl.Ep. 328e

.
IV part, opp. the whole,

ὡρέων τρίτατον μ. h.Cer.399

, etc.; τρίτον κασιγνητᾶν μ., i. e. one of three sisters, Pi.P.12.11;

μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων Th.1.1

; τὰ δύο μ. two-thirds, ib.104, Aeschin. 3.143, D.59.101;

τρία μέρη . . , τὸ δὲ τέταρτον Nic.Dam.130.17

J.; οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν . . no fraction of . . , i. e. infinitesimal compared with . . , Isoc.5.43, cf.12.54; ὅσα ἄλλα μ. ἐντὸς τοῦ Ἴστρου parts of the country, regions, Th.2.96, cf. 4.98; ξυγκαταδουλοῦν . . τὸ τῆς θαλάσσης μ., i. e. the sea as their part of the business, Id.8.46: hence, branch, business, matter, Men.Epit.17, Pk.107, Plb.1.4.2, 1.20.8, al., PRyl.127 (i A.D.);

τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μ. Pl.Lg.795e

; division of an army, X.An.6.4.23, etc.; class or party, Th.2.37, D.18.292; of the factions in the circus,

πρασίνων μ. POxy.145.2

(vi A.D.); party in a contract or lawsuit, BGU168.24 (ii A.D.), PRein.44.34 (ii A.D.); caste, Str.15.1.39:—special uses, in Geom., direction, ἐπὶ θάτερον μ. interpol. in Archim.Aequil.1.13, cf. Euc.1.27, al.: Arith., submultiple, Id.7 Def.3, 4; τὰ μ. the denominators of fractions, Hero *Stereom.2.14: Gramm., μ. τῆς λέξεως part of speech, Arist.Po.1456b20, D.H.Comp. 2: more freq.

μ. λόγου D.T.634.4

, A.D.Pron.4.6, al.; μ. λόγου, also, = word, S.E.M.1.159, Heph.1.4 (v. λόγος IX. 3 c); section of a document, Mitteis Chr.28.30 (iii B. C.), etc.
2 abs. as Adv., μέρος τι in part, Th.4.30, etc.; μέρος μέν τι . . , μέρος δέ τι . . X.Eq.1.12; τὸ πλεῖστον μ. for the most part, D.S.22.10.
b with Preps.,

κατά τι μέρος Pl.Lg.757e

;

κατὰ τὸ πολὺ μ. Id.Ti.86d

; ἐκ μέρους in part,

γινώσκομεν 1 Ep.Cor.13.9

(but ἐκ μ. τινός by the side of, LXX 1 Ki. 6.8; ἐκ μ. τῶν ὁρίων ib.Nu.20.16; ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους ib.8.2); ἐκ τοῦ πλείστου μ. for the most part, Hdn.8.2.4
; ἀπὸ μέρους in part, Antip.Stoic.3.249, BGU1201.15 (i A.D.), 2 Ep.Cor.2.5;

ἐπὶ μέρους Luc.

Bis Acc.2; τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις special histories, Plb. 7.7.6;

αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις Id.3.32.10

; πρὸς μέρος in proportion, Th. 6.22, D.36.32.
3 ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, etc., to put in the class of . . , consider as so and so,

εἰ ἐν ἀρετῆς τιθεῖς μέρει τὴν ἀδικίαν Pl.R.348e

;

οὐ τίθημ' ἐν ἀδικήματος μ. D.23.148

; also

ἐν τεκμηρίου μ. ποιεῖσθαι τἀδίκημα Id.44.50

; ἐν οὐδενὸς εἶναι μ. to be as no one, Id.2.18
;

μήτ' ἐν ἀνθρώπου μ. μήτ' ἐν θεοῦ ζῆν Alex.240.2

; ἐν προσθήκης μ. as an appendage, D.11.8;

ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μ. γίγνεσθαι Id.3.31

;

ἐν χάριτος μ. Id.21.165

; τοῦτ' ἐν εὐεργεσίας ἀριθμήσει μ. ib.166;

ἐν ἰδιώτου μ. διαγαγεῖν Isoc.9.24

;

ὡς ἐν παιδιᾶς μ. Pl.R.424d

; also

εἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι D.23.17

.
4 in local sense, district, POxy.2113.25 (iv A.D.).
5 in Neo-Platonism, by way of species or element,

ἐν μέρει καὶ ὡς στοιχεῖον Dam.Pr.193

; οὕτω ὁ μέγας Ἰάμβλιχος ἐνόησεν τὸ ἓν ὂν ἐν μέρει ἑκάτερον ib.176;

πάντα μὲν ἅμα, ἐν μέρει δὲ ἕκαστον Plot.3.6.18

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέρος — share neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το 1. τμήμα ενός όλου, κομμάτι, μερίδιο: Δε συμφωνούσε με όλα τα μέρη του σχεδίου. 2. χώρα, πατρίδα, πόλη: Κατάγεται από τα μέρη μας. 3. θέση, σημείο, τόπος: Ταξίδεψε σε όλα τα μέρη του κόσμου. 4. αποχωρητήριο, τουαλέτα: Πονούσε η κοιλιά του και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Μέρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Κέδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συβρίτου …   Dictionary of Greek

  • κοντό(ή)μερος — η, ο αυτός που του μένουν λίγες ημέρες ζωής, που κοντεύουν οι ημέρες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… …   Dictionary of Greek

  • ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανθοδόχη — Μέρος του άνθους που συνιστά το πάνω μέρος του ανθικού ποδίσκου. Έχει σχήμα κυπέλλου ή δισκίου και δέχεται τον κάλυκα, τη στεφάνη, το ανδρείο και το γυναικείο. Σε ορισμένα φυτά (φράουλα, σύκο, μήλο κ.ά.), κατά τη διάρκεια της καρποφορίας η α.… …   Dictionary of Greek

  • μέρει — μέρος share neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέρεϊ , μέρος share neut dat sg (epic ionic) μέρος share neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”